- περαντικός
- -ή, -όν, Α [περαίνω]αυτός που οδηγεί σε συμπέρασμα, συμπερασματικός, λογικός2. φρ. «περαντικὸς λόγος»(φιλοσ.) είδος συλλογισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περαντικός — conclusive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικῶν — περαντικός conclusive fem gen pl περαντικός conclusive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικόν — περαντικός conclusive masc acc sg περαντικός conclusive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικοί — περαντικός conclusive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαντικούς — περαντικός conclusive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)